-
1 готовый
готовый 1) έτοιμος \готовыйое платье το έτοιμο φόρεμα вы \готовыйы? είστε έτοιμοι; обед готов το φα(γ)ί είναι έτοιμο 2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)* * *1) έτοιμοςгото́вое пла́тье — το έτοιμο φόρεμα
вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
обе́д гото́в — το φα(γ)ί είναι έτοιμο
2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να) -
2 готовый
готов||ыйприл1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):\готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!